ραπάνι

ραπάνι
το / ῥαπάνιον, ΝΜΑ
βλ. ρεπάνι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ραπάνι — το ιού, και ρεπάνι, το υποκορ. ραπανάκι, το το φυτό ραφανίδα η ήμερη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράπανο — το, Ν το ραπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ραπάνι κατά τα ουδ. σε ο] …   Dictionary of Greek

  • αμελέτητος — η ο (Α ἀμελέτητος, ον) αυτός που δεν μελέτησε, δεν προετοιμάστηκε, αδιάβαστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν μελετήθηκε, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια ή δεν καταστρώθηκε λεπτομερώς 2. ως ουσιαστικό ευφημιστικό για κάτι που δεν μπορεί να κατονομάσει… …   Dictionary of Greek

  • βολβός — Μικρός υπόγειος βλαστός, που αποτελείται από πολλά παχιά, αποχρωματισμένα φύλλα, σαν πλατιά λέπια ή σαν χιτώνες, έτσι ώστε το ένα καλύπτει το άλλο, σε ομόκεντρη κυκλική ή σπειροειδή διάταξη. Στο κέντρο του β. και πάνω από τον δισκοειδή βλαστητικό …   Dictionary of Greek

  • γηπάτταλος — γηπάτταλος, ο (Α) (κωμική λέξη τού Λουκ.) πάσσαλος τής γης, δηλ. το φυτό ραπάνι, η ραφανίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γη + πάτταλος (αττ. τ. τού πάσσαλος*)] …   Dictionary of Greek

  • καυλοράπανο — το μικροσκοπικός ή πολύ νέος άντρας ή γυναίκα με έντονη ερωτική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός + ραπάνι] …   Dictionary of Greek

  • κεράις — κεράϊς, ιδος, ἡ (Α) άγριο ραπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ.. Η ομοιότητα με το ρωσ. chren και το τσεχ. křen, αν δεν είναι τυχαία, θα πρέπει να οφείλεται σε κοινό δανεισμό] …   Dictionary of Greek

  • κεφάλαιο — Το μέρος του παραγόμενου πλούτου που προορίζεται για την παραγωγή νέου πλούτου και όχι για κατανάλωση, δηλαδή για την άμεση ικανοποίηση μιας ανάγκης. Είναι ένας από τους τέσσερις συντελεστές παραγωγής μαζί με τη γη, την εργασία και την… …   Dictionary of Greek

  • νάπυ — νᾱπυ, υος, τὸ (Α) (αττ. τ.) σινάπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. δάνεια λ., για την προέλευση τής οποίας έχουν γίνει διάφορες υποθέσεις. Η προφανής, αλλ όχι ικανοποιητικά ερμηνευμένη, σχέση τών νᾶπυ, σίναπι οδήγησε στην υπόθεση τής αιγυπτιακής τους… …   Dictionary of Greek

  • ράφανος — ο / ῥάφανος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥέφανος Α η ραφανίδα μσν. αρχ. 1. το φυτό κράμβη 2. φρ. «ῥάφανος ἀγρία» α) η άγρια κράμβη β) η αγριοραφανίδα, η λαψάνα γ) το φυτό ευφόρβιο το απιοειδές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ονομασία για το γογγύλι, η οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”